4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

O ¶νθρωπος Που Γελά

O ¶νθρωπος Που Γελά τύλιξε το κασκόλ του γύρω απ? τον λαιμό του, άνοιξε την εξώθυρα,
κοίταξε έξω τη νυχτερινή όψη της οδού Nικηφόρου Oυρανού, βεβαιώθηκε ότι έξω κάνει κρύο,
έκλεισε την πόρτα πίσω του και ξεπόρτισε?
Έξω απ? την πόρτα του, στον τοίχο του σπιτιού του ο ¶νθρωπος Που Γελά είχε γράψει με
καθαρά καλλιγραφημένα γράμματα (ώστε να μην κάνει λάθος η Aστυνομία και πιάσει κάποιον
άλλον αντί τον ίδιον, όταν θα ερχόταν η ώρα): «ETOYTOΣ ΣAN ZOYΣE

HTAN O MANHΣ O ΔOYΛOΣ. MA TΩPA NEKPOΣ, EINAI IΣOΣ ME TON MEΓA ΔAPEIO». H αλήθεια είναι
ότι το αρχαίο αυτό επίγραμμα, γραμμένο στον τοίχο υπό μορφήν συνθήματος, παραξένευε και
μπέρδευε τα όργανα της τάξεως ― «Tι να θέλει τώρα να πει αυτός;» σκέφτονταν, αλλά δεν
έσκαγαν κιόλας! Eίχαν τσεκάρει «το σημείο» ―όπως λένε στη γλώσσα τους― κι απλώς περίμεναν
την κατάλληλη στιγμή. Kάτι τέτοιους παράξενους στο τέλος πάντα τους πιάνουν?
***
O ¶νθρωπος Που Γελά τάχυνε το βήμα του και σε λίγο έφθασε στο καφενείο που μαζεύονται οι
Eξόριστες Λέξεις. Mπήκε μέσα, το φως χαμηλό ως συνήθως, οι ίδιοι περίπου θαμώνες ως
συνήθως, παράγγειλε στο μπαρ αυτό που έπινε συνήθως.
Mαζί με το ντραμπουί του πήρε τον φάκελο που του είχε φυλάξει για απόψε ―κι ως συνήθως― ο
μπάρμαν. Kάθισε στο συνηθισμένο του τραπέζι, ήπιε μια γουλιά απ? το ποτό του, ξετύλιξε το
κασκόλ του, έβαλε τα γυαλιά του, άναψε το τσιγάρο του κι άνοιξε τον φάκελο.
Mέσα ―για απόψε― ο μπάρμαν του είχε βάλει μια μεγάλη φωτογραφία που έδειχνε τον κ.
Πρωθυπουργό εν μέσω μιας παρέας συμπαθών μεσήλικων κυρίως κυρίων, οι οποίοι πάνω απ? τις
γραβάτες τους φορούσαν το κεφάλι τους και πάνω απ? το κεφάλι τους αυτά τα χαρακτηριστικά
εργατικά κράνη ασφαλείας, που φορούν οι μηχανοδηγοί, οι εργάτες, οι ανθρακωρύχοι ― όλοι
όσοι τελοσπάντων, όταν δουλεύουν, είναι εκτεθειμένοι σε κινδύνους.
«Aπό κάποια εγκαίνια πάλι» θα είναι η φωτογραφία σκέφτηκε ο ¶νθρωπος Που Γελά και την
κοίταξε με μεγαλύτερη προσοχή μέσα απ? τα γυαλιά του. Πράγματι ήταν η φωτογραφία της
ημέρας.
O κ. Πρωθυπουργός εν μέσω όλων αυτών των κρανοφόρων είχε πανευτυχής εγκαινιάσει την
περιμετρική οδό (ΠATPΩN-ΠATPΩN) μήκους 18 χιλιομέτρων, αξίας 6,6 δισ. δραχμών το
χιλιόμετρο, που έκανε να κατασκευαστεί 20 έτη και σημείωσε υπέρβαση κόστους 500%!

O ¶νθρωπος Που Γελά έγλειψε τα χείλη του, ήπιε ακόμα μια γουλιά απ? το ποτό του, κοίταξε
τον μπάρμαν, εκείνος χαμογέλασε, ο ¶νθρωπος Που Γελά έκλεισε τα μάτια κι άφησε τον εαυτό
του να γλυστρήσει πίσω στον χρόνο, όταν ήταν πιτσιρικάς.
Θυμήθηκε το δέος που ένοιωθε τότε, καθώς κι ένα είδος αγάπης, ένα αίσθημα σιγουριάς για
το μέλλον που του έδιναν τότε οι άνθρωποι που φορούσαν στο κεφάλι τους αυτό το
χαρακτηριστικό εργατικό κράνος.
Kατασκευαστές μηχανικοί· φραγματάδες· εργάτες κρεμασμένοι στον αέρα να δουλεύουν πάνω
στις γιγάντιες μεταλλικές αμερικανικές γέφυρες. Pώσοι μεταλλουργοί, ¶γγλοι ναυπηγοί,
φοιτητές, γεωμέτρες, όλοι όλο ένα χαμόγελο αστραφτερής πληρότητας ―άνθρωποι που δάμαζαν
τη γη να την κάνουν δρόμους, γέφυρες, ουρανοξύστες, φράγματα, διαστημοδρόμια― άνθρωποι
της δουλειάς, που η ζωή τους έπιανε τόπο, η ύπαρξή τους είχε ίσκιο κι ο λόγος τους άνοιγε
τον δρόμο για τα αστέρια. O ¶νθρωπος Που Γελά, παιδάκι τότε, ήθελε όταν μεγάλωνε να γίνει
σαν αυτούς!
O ¶νθρωπος Που Γελά άνοιξε τα μάτια του κι είδε στη φωτογραφία τους ανθρώπους με τα ίδια
εργατικά κράνη. O μιζαδόρος, ο γιάπης κι ο προμηθευτής, όλοι χαμογελαστοί κάτω απ? τα
ίδια κράνη· ο μηχανικός που έκλεψε το έργο από μπετά, ο εργολάβος που το υπερτιμολόγησε,
το στέλεχος που εκβίασε για περισσότερα λεφτά ώστε να το παραδώσει, ο ανώτατος υπάλληλος
που χρηματίστηκε για να το παραλάβει, δυο γκόμενες επικοινωνιολόγες (κι αυτές με το ίδιο
κράνος) ― και στη μέση ο κ. Πρωθυπουργός, χωρίς κράνος αυτός, αλλά με το ίδιο χαμόγελο
όπως όλοι οι άλλοι.
Xαμόγελο που του έλειπε ένα δόντι.
----------------------------------------------
O ¶νθρωπος Που Γελά έσχισε αργά-αργά τη φωτογραφία. H πόρτα του καφέ άνοιξε, μπούκαρε
μέσα μια παρέα πιτσιρικάδες, ζήτησαν δυο-τρεις απ? τις Eξόριστες Λέξεις, πιάσανε γνωριμία
―αντάλλαξαν συνθηματικά― και σε λίγο έφυγε όλη η παρέα μαζί.
O φίλος μας, ο ¶νθρωπος Που Γελά, χαμογέλασε, τέλειωσε το δεύτερο ντραμπουί του,
καληνύχτησε τον μπάρμαν, τύλιξε το κασκόλ του γύρω απ? τον λαιμό του και βγήκε έξω στην
κρύα νυχτερινή πόλη.
***
O δρόμος ήταν γεμάτος σχισμένες φωτογραφίες και συνθήματα στους τοίχους από Eξόριστες
Λέξεις: Xωκ Φιν, Γιούρι Γκαγκάριν, Φιλέας Φογκ! «Θέλει Aρετήν και Tόλμη η Eλευθερία, φίλε
μου», ψιθύρισε στο εμβρόντητο όργανο της νέας Tάξεως ο ¶νθρωπος Που Γελά, καθώς γύριζε
γελώντας το κλειδί του στην πόρτα του?

ΣTAΘHΣ Σ.